μονιστικός

μονιστικός
-ή, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονισμό ή στον μονιστή ή αυτός που προσιδιάζει στον μονισμό και στον μονιστή.
επίρρ...
μονιστικώς
και -ά
με μονιστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θετικισμός — Φιλοσοφικό κίνημα του 19ου αι. Θεμελιωτής του υπήρξε ο Ογκίστ Κοντ, που διέκρινε τρεις περιόδους ή ηλικίες του ανθρώπινου πνεύματος και της ιστορίας του: α) τη θεολογική, όπου κυριαρχεί η ερμηνεία με βάση τη θεία, προσωπική θέληση· β) τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”